απεκκρίνω

απεκκρίνω
εκκρίνω κάποιο υγρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απέκκριση — η η φυσιολογική λειτουργία με την οποία ο οργανισμός απομακρύνει τα αζωτούχα παραπροϊόντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεκκρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”